-
1 σουγιάς
ο1) складной, карманный нож; 2) мальчишка;§ τρώει ψωμί και σουγιά — погов, сидеть на одном хлебе
-
2 σουγιάς
[сугьяс] οοσ. а. перочинный ножик,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σουγιάς
-
3 σουγιάς
[сугьяс] ουσ а. перочинный ножик. -
4 çakı
σουγιάς -
5 нож
-
6 jack-knife
-
7 нож
το μαχαίρι- бульдозера η λεπίδα του (γεω)προωθητή/της μπουλτόζαςрасклинивающий - лес. η σφήναсапожный - η φαλτσέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нож
-
8 нож
ножм τό μαχαίρι, ἡ μάχαιρα:перочинный \нож ὁ σουγιάς, τό κονδυλομάχαι-ρο· разрезальный \нож (для бумаги) τό χαρτομάχαιρο, ὁ φυλλοκόπος, ὁ χαρτο-κοπτήρ[ας]· кухонный \нож τό σατίρι, ὁ κρεοκόπτης, τό μαχαίρι τῆς κουζίνας· садовый (кривой) \нож τό κλαδευτήρι· сапожный \нож ἡ φαλτσέτα· удар \ножом ἡ μαχαιριά· ◊ приставать с \ножом к горлу разг ἐκβιάζω κάποιον, βάζω κάποιου τό μαχαίρι στό λαιμό· быть на \ножах с кем-л. разг εἶμαι στά μαχαίρια· \ножв спи́ну ἡ μαχαιριά πισώπλατα. -
9 перочинный
перочинныйприл:\перочинный нож ὁ σουγιάς, τό κονδυλομάχαιρο[ν]. -
10 κολοκοτρωνέϊκος
η, ο:σουγιάς κολοκοτρωνέϊκος — складной нож с деревянной ручкой
-
11 pen-knife
noun (a pocket-knife with blades which fold into the handle.) σουγιάς -
12 infinitesimal jackknife
French\ \ couteau de poche infinitésimalGerman\ \ infinitesimaler JackknifeDutch\ \ -Italian\ \ -Spanish\ \ -Catalan\ \ jacknife infinitesimalPortuguese\ \ jacknife infinitesimalRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ απειροελάχιστος σουγιάςFinnish\ \ infinitesimaalinen jackknifeHungarian\ \ -Turkish\ \ sonsuz küçük katlanmaEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ инфинитезимальный складной ножUkrainian\ \ інфінітизімальний метод складеного ножаSerbian\ \ -Icelandic\ \ -Euskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مدية دقيقة أو صغيرة جداًAfrikaans\ \ infinitesimale uitsnitChinese\ \ -Korean\ \ - -
13 перочинный
επ. перочинный нож, ножик σουγιάς, -δάκι (για ξύσιΐο γραφίδων). -
14 складень
-дня α. (παλ. κ. διαλκ.) πτυσσόμενος•нож-складень ο σουγιάς•
стул-складень κάθισμα πτυσσόμενο.
-
15 складной
επ., πτυσσόμενος•складной метр πτυσσόμενο μέτρο•
складной нож ο σουγιάς.
См. также в других словарях:
σουγιάς — ο, Ν 1. πτυσσόμενο μαχαιράκι τσέπης 2. φρ. «τρώει ψωμί και σουγιά» τρώει σκέτο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
σουγιάς — ο (λ. τουρκ.), μαχαιράκι της τσέπης: Πήρε μαζί του κι ένα σουγιά, για να καθαρίσει τα φρούτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουγιαδάκι — το, Ν [σουγιάς / ιάδες] υποκορ. μικρός σουγιάς … Dictionary of Greek
τσακί — το / τζακίον, ΝΜ, και τζακί και τ. αρσ. τσακής, ο, Ν πτυσσόμενο μαχαιρίδιο, σουγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, απαντούν και στη Γερμανική τ. Sachs, Sax με σημ. «σουγιάς», από τους οποίους προήλθε το ελλ. τσακί / τζακίον (πρβλ. και … Dictionary of Greek
γλύφανο — το (Α γλύφανος, ο) [γλύφω] εργαλείο με το οποίο ο γλύπτης λαξεύει μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο κ.λπ. αρχ. είδος μαχαιριού, σουγιάς … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λάζα — η είδος μαχαιριού, σουγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάζος (ὁ), με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… … Dictionary of Greek
σβανάς — ο, Ν 1. το δρεπάνι 2. (ιδιωμ.) πριονωτός σουγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. σλαβ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
Αγιερηνιώτης — Μικρό ποτάμι της Κρήτης, που πηγάζει από τα Λευκά Όρη και εκβάλλει στον όρμο της Σούγιας, περνώντας από τοAγιερηνιώτικο Φαράγγι.Το φαράγγι αυτό αρχίζει από το χωριό Αγία Ειρήνη της πρώην επαρχίας Σελίνου. Επειδή είναι σχεδόν απρόσιτο,… … Dictionary of Greek
Ανατολικού Σελίνου, δήμος — Νέος δήμος (1.468 κάτ.) του νομού Χανίων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Επανοχωρίου, Καμπανού, Ροδοβανίου, Σκάφης, Σούγιας και Τεμενίων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός … Dictionary of Greek