Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ο σουγιάς

См. также в других словарях:

  • σουγιάς — ο, Ν 1. πτυσσόμενο μαχαιράκι τσέπης 2. φρ. «τρώει ψωμί και σουγιά» τρώει σκέτο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • σουγιάς — ο (λ. τουρκ.), μαχαιράκι της τσέπης: Πήρε μαζί του κι ένα σουγιά, για να καθαρίσει τα φρούτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουγιαδάκι — το, Ν [σουγιάς / ιάδες] υποκορ. μικρός σουγιάς …   Dictionary of Greek

  • τσακί — το / τζακίον, ΝΜ, και τζακί και τ. αρσ. τσακής, ο, Ν πτυσσόμενο μαχαιρίδιο, σουγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, απαντούν και στη Γερμανική τ. Sachs, Sax με σημ. «σουγιάς», από τους οποίους προήλθε το ελλ. τσακί / τζακίον (πρβλ. και …   Dictionary of Greek

  • γλύφανο — το (Α γλύφανος, ο) [γλύφω] εργαλείο με το οποίο ο γλύπτης λαξεύει μάρμαρο, ξύλο, μέταλλο κ.λπ. αρχ. είδος μαχαιριού, σουγιάς …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λάζα — η είδος μαχαιριού, σουγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λάζος (ὁ), με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μαχαιρίδιο — το (ΑM μαχαιρίδιον) [μάχαιρα] μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.) νεοελλ. 1. ο σουγιάς 2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι 3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών… …   Dictionary of Greek

  • σβανάς — ο, Ν 1. το δρεπάνι 2. (ιδιωμ.) πριονωτός σουγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. σλαβ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • Αγιερηνιώτης — Μικρό ποτάμι της Κρήτης, που πηγάζει από τα Λευκά Όρη και εκβάλλει στον όρμο της Σούγιας, περνώντας από τοAγιερηνιώτικο Φαράγγι.Το φαράγγι αυτό αρχίζει από το χωριό Αγία Ειρήνη της πρώην επαρχίας Σελίνου. Επειδή είναι σχεδόν απρόσιτο,… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικού Σελίνου, δήμος — Νέος δήμος (1.468 κάτ.) του νομού Χανίων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Επανοχωρίου, Καμπανού, Ροδοβανίου, Σκάφης, Σούγιας και Τεμενίων, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»